φόρεμα — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρεμα — έματος, το, ΝΜΑ, και φόρημα Α [φορῶ] νεοελλ. 1. γυναικείο, κυρίως, εξωτερικό ένδυμα 2. πανωφόρι 3. στον πληθ. τα φορέματα το σύνολο τού γυναικείου ρουχισμού μσν. αρχ. καθετί που φορεί κανείς ως κάλυμμα ή ως ένδυμα αρχ. 1. φορτίο 2. αυτό που… … Dictionary of Greek
φορεμάτων — φόρεμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέμασι — φόρεμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέματα — φόρεμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέματι — φόρεμα neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορέματος — φόρεμα neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… … Dictionary of Greek
επιπορπούμαι — ἐπιπορποῡμαι, άομαι (Α) [πόρπη] 1. στερεώνω φόρεμα με πόρπη 2. συνεκδ. χρησιμοποιώ κάτι ως φόρεμα … Dictionary of Greek